ΑΠΈΡΙΤΤΟΙ ΣΤΊΧΟΙ
Γυρόφερνε τα μάτια του
αναδεύοντας τα δάκρυα,
με τις στάχτες μιας αγάπης …
χτίζει τον καινούργιο του κόσμο.
*
Των βράχων η φωνή στα κύματα πνιγόταν,
πόθος διαρκείας χωρίς ανακούφιση,
τα Ωχ των πόνων του σκασιαρχείο
έκαναν με την απλή του πένα.
*
όταν το παραγάδι του μάζευε
ασήκωτο από πνιγμένα όνειρα,
κάθε στρείδι που άνοιγε
την πεταμένη βέρα της έβρισκε.
ΤΑΞΙΔΙ ΕΝΔΟΣΚΟΠΗΣΗΣ
Ανελέητο βλέμμα από τα βάθη της κόρης
χτενίζει τα σγουρά μαλλιά
στον αρχαίο καθρέφτη της θάλασσας.…
Το ασπράδι κίτρινο ,ένα έγινε με τον κρόκο του ήλιου.
Υπέρτατο στόχος η εξαΰλωση της ψυχής
και ένα ταξίδι στο σπάταλο φως.
Η κατάκτηση της ομορφιάς
ως αρχέγονο ένστικτο ,
στο καταχείμωνο του νου
επωμίζεται την ευθύνη .
Ένα προσκύνημα στην απέναντι
απ’ το γραφείο του στολισμένη αμυγδαλιά
και απ’ την πηγή του υπολογιστή
στην άκρη της πρασινογάλαζης
λίμνης του καταρράκτη ,αναζητώντας
την χαμένη λύρα της Σαπφούς
και την κόμη της Βερενίκης.
Μια περιπέτεια γραφής
καταδυόμενης με τα μάτια της ψυχής ,
στον λεπτοκεντημένο με μαργαρίτες
βυθό της λίμνης.
Το δικό του μαχαίρι είναι η πένα
όταν μόνος του αισθάνεται ,υποδεχόμενος
τις αναμνήσεις ολάκερες .
Είναι ένας καλός οιωνός όταν
η μνήμη ανατέλλει και το μολύβι
βαραίνει στη θολότητα του άπορου τοπίου
χωρίς ν’ αφήνει αχαρτογράφητα σημεία.
Μνημονεύοντας ιστορίες του παρελθόντος
ως βιωμένα τεκμήρια ,ακολουθούσε
τις χαραγμένες συντεταγμένες
που διαμόρφωσαν τον χαραχτήρα του.
Αναρωτιέμαι ,
καθώς το χαρτί υγραίνει και έκπληκτος
μένει στον καθρέφτη ο χορευτής μου,
ακολουθώντας τις χορογραφίες του.
Αν κλείσω τα μάτια θα μείνω μόνος
μαζί με τις ατέλειες μου
και η ακινησία του χρόνου νέα
παράθυρα θ’ ανοίξει,χωρίς το διαμάντι
της ζωής να χαράξει τις αναθεωρήσεις.
ΓΕΥΣΕΙΣ ΠΑΘΟΥΣ
Στρείδι μου ερωτικό
μαστίγιο η γεύση σου,
ευωδιάζεις νοσταλγίες Καλλονής…
φυλλομετράς τις ανέραστες μου γεύσεις
στους δρυμούς του ουρανίσκου μου,
μακάρια σιωπηλό
στα έγκατα του σώματος μου.
Γεύσεις που πέρασαν
απ’ τις αστροφεγγιάς τα μέρη ,
λάμπουν όπως η επιθυμία
μαθητευόμενης λάμας.
Η κρούστα του ουρανού σπάει
όταν στην αγκαλιά μου ψήνεσαι,
αγριεμένη η ιριδίζουσα Πανσέληνος
τεθλασμένη γλώσσα έβγαζε στο κενό.
Πόσο γλυκά είναι τα χείλη σου
στην ηχώ των κυμάτων του κόλπου .
ΟΤΑΝ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ
Φασματικά όνειρα τρέχουν ανύποπτα,
σε ανέστια παιδιά,
με τσιριχτές φωνές.…
Ο καλπασμός της σφαίρας
καταπάτησε τα κορμιά τους,
η θάλασσα ,με βήμα πανικού
στα μυτερά τα βράχια τα προσπερνά.
Γυαλιστερά κομμάτια εφιάλτη
κατρακυλούν απ’ τα μάτια,
κόμποι αγχόνης στο λαιμό.
Κοκκίνισε ο ήλιος από ντροπή
και σένα ποιητή οι στίχοι σου βελάζουν
μα το γάλα μαύρο μοιράζεται.
Κόβουν τα άνθη
τα πρόσωπα του άδικου,
οι σάρκες κουρέλια
σκεπάζουν τ’ άστρα,
σκοτείνιασε το σύμπαν.
Δεν είναι λήθαργος του νου
είναι η ώρα της λευτεριάς,
τις ρίζες απλώνει στη γη.
Ανομολόγητα λόγια,
μαχαίρια γυμνά,
μοιράζουν τα χείλη.
Κηδεύουμε το σκότος
σε φέρετρα στίχων,
με τις καμπάνες του όρθρου.